αγροφύλαξ

αγροφύλαξ
ἀγροφύλαξ (-ακος), ο (Μ)
βλ. αγροφύλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγροφύλαξ — guardian of the country masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροφύλακες — ἀγροφύλαξ guardian of the country masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • αγροφύλακας — ο (Μ ἀγροφύλαξ) φύλακας τών αγρών νεοελλ. υπάλληλος τής αγροφυλακής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + φύλαξ. ΠΑΡ. αγροφυλακιάτικο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”